φασίμετρο

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source

Greek Monolingual

και φασεόμετρο, το, Ν
(ηλεκτρολ.) όργανο κατάλληλο για την μέτρηση της διαφοράς φάσεως μεταξύ δύο ηλεκτρικών περιοδικών φαινομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phasemeter (< φάση + μετρό)].