φασίμετρο
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
και φασεόμετρο, το, Ν
(ηλεκτρολ.) όργανο κατάλληλο για την μέτρηση της διαφοράς φάσεως μεταξύ δύο ηλεκτρικών περιοδικών φαινομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phasemeter (< φάση + μετρό)].