φασίμετρο
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
και φασεόμετρο, το, Ν
(ηλεκτρολ.) όργανο κατάλληλο για την μέτρηση της διαφοράς φάσεως μεταξύ δύο ηλεκτρικών περιοδικών φαινομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phasemeter (< φάση + μετρό)].