φαλαγγιστήριο

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
(κοινων.-οικον.) μονάδα εργασίας, που θα λειτουργούσε ως παραγωγική και καταναλωτική κοινότητα και θα αποτελούσε το πρωτογενές οικονομικο-κοινωνικό κύτταρο για τη δημιουργία του τελευταίου σταδίου της βιομηχανικής κοινωνίας, που προέβαλλε ο Γάλλος ουτοπικός σοσιαλιστής Φουριέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phalanstere < γαλλ. phalan-ge (< φάλαγξ, -αγγος) + γαλλ. mona-stere (< μοναστήριον)].