φιλοφρόνημα
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ατος, τό,
A act or proof of kindness, Aeschin.Ep.5.3 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1288] τό, eine liebreiche, freundliche Behandlung, Aeschin. ep.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοφρόνημα: τό, πρᾶξις ἢ ἔνδειξις φίλου φρονήματος, εὐμενοῦς διαθέσεως, Αἰσχίν. Ἐπιστ. 5. 3, κλπ.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ φιλοφρονῶ
φιλοφρόνηση.