φιλοφρόνημα
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
-ατος, τό, act or proof of kindness, Aeschin.Ep.5.3 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1288] τό, eine liebreiche, freundliche Behandlung, Aeschin. ep.
Russian (Dvoretsky)
φιλοφρόνημα: ατος τό любезность, ласка Aeschin.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοφρόνημα: τό, πρᾶξις ἢ ἔνδειξις φίλου φρονήματος, εὐμενοῦς διαθέσεως, Αἰσχίν. Ἐπιστ. 5. 3, κλπ.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ φιλοφρονῶ
φιλοφρόνηση.