φορτωτής

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520

Greek Monolingual

ο, Ν
1. εργάτης που φορτώνει εμπορεύματα
2. αποστολέας φορτίου
3. τεχνολ. μηχανικό σύστημα που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση χύδην στερεών υλικών σε χώρους αποθήκευσης και επεξεργασίας ή σε οχήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορτώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].