φορτωτής

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. εργάτης που φορτώνει εμπορεύματα
2. αποστολέας φορτίου
3. τεχνολ. μηχανικό σύστημα που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση χύδην στερεών υλικών σε χώρους αποθήκευσης και επεξεργασίας ή σε οχήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορτώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].