φρυγανώδης
From LSJ
ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
English (LSJ)
ες,
A of or belonging to the class of undershrubs, Thphr. HP6.6.2, Dsc.4.48, 159; φ. σπέρματα Porph. ap. Eus.PE3.11; τὰ φ. the class of φρύγανα, Thphr.HP1.3.4: Comp., Dsc.3.155.
German (Pape)
[Seite 1311] ες, reisartig, wie Reisig, Ruthen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
φρῡγᾰνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς φρύγανα, Λατ. ferulaceus, Θεοφράστ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 2, Διοσκ. 4. 48, 162· τὰ φρυγανώδη, τὰ ὅμοια φρυγάνοις, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 3. 4.
Greek Monolingual
-ες / φρυγανώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φρυγανον
όμοιος με φρύγανο
νεοελλ.
γεμάτος φρύγανα.