φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
Full diacritics: φωτώδης | Medium diacritics: φωτώδης | Low diacritics: φωτώδης | Capitals: ΦΩΤΩΔΗΣ |
Transliteration A: phōtṓdēs | Transliteration B: phōtōdēs | Transliteration C: fotodis | Beta Code: fwtw/dhs |
ες,
A = φωτοειδής, Hsch. s.v. χιονέα.
φωτώδης: -ες, = φωτοειδής, Ἡσύχ. ἐν λ. Χιονέαν.
-ῶδες, Α [[φῶς, φωτός]]
φωτοειδής.