φωτόμετρο

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. φυσ. όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της έντασης μιας φωτεινής πηγής
2. (φωτογρ.) όργανο με το οποίο προσδιορίζεται ο χρόνος έκθεσης στο φως του φωτογραφικού ή κινηματογραφικού φιλμ κατά τη φωτογράφηση, κινηματογράφηση, καθώς και κατά τη μαγνητοσκοπική εικονοληψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. photometre < φωτ(ο)- + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. φωτόμετρον, μαρτυρείται από το 1845 στον Κ. Δ. Σχινά].