φωτόμετρο
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
το, Ν
1. φυσ. όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της έντασης μιας φωτεινής πηγής
2. (φωτογρ.) όργανο με το οποίο προσδιορίζεται ο χρόνος έκθεσης στο φως του φωτογραφικού ή κινηματογραφικού φιλμ κατά τη φωτογράφηση, κινηματογράφηση, καθώς και κατά τη μαγνητοσκοπική εικονοληψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. photometre < φωτ(ο)- + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. φωτόμετρον, μαρτυρείται από το 1845 στον Κ. Δ. Σχινά].