χειρόβλητον
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
German (Pape)
[Seite 1345] τό, = χειρόβολον, Hesych.
Greek Monolingual
τὸ, Α
χειρόβλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + βλητός (< βάλλω), πρβλ. κεραυνό-βλητος].