άμβροτος

Revision as of 20:49, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἄμβροτος, -ον και -ος, -η, -ον (Α)
1. (για πρόσωπα) θείος, αθάνατος
2. (για πράγματα που ανήκουν στους θεούς) θεϊκός
3. εξαίσιος, εξαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. επιθέτου, γνωστός ήδη από τον Όμηρο, που απαντά κυρίως ως προσδιορισμός του ουσ. θεός. Αργότερα η λ. αντικαταστάθηκε από το επίθ. ἀθάνατος. Ετυμολογικά πρόκειται για σύνθετη λ. που σχηματίζεται από - στερ και βροτός
παρόμοιοι τ. απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, πρβλ. αρχ. ινδ. a-mŕta-, αβεστ. a-m aša- «αθάνατος».
ΠΑΡ. αρχ. ἀμβροτόπωλος.