έρπης
From LSJ
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
Greek Monolingual
και έρπητας, ο (AM ἕρπης
Α και ἑρπήν, ὁ και ἑρπήνη, ἡ)
οξεία πάθηση του δέρματος η οποία χαρακτηρίζεται από απότομη εμφάνιση και εξάπλωση φυσαλλίδων με κόκκινη βάση
νεοελλ.
φρ.
1. «έρπης ίρις» — μορφή πολύμορφου ερυθήματος
2. «ἐρπης κυήσεως» — φυσαλλιδώδες εξάνθημα του δέρματος, το οποίο εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της κυήσεως ή μετά τον τοκετό
3. «ἐρπης ζωστήρ» — βλ. ζωστήρας
αρχ.
ὁ ἕρπης
ονομασία κάποιου ζώου, πιθ. φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρπ-ω + -ης (πρβλ. κέλ-ης < κέλλω)].