ήιος

From LSJ
Revision as of 09:01, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἤϊος, ὁ (Α)
(ως επίθ. του Φοίβου Απόλλωνος)
1. (κατά τον Αρίσταρχο) τοξότης, ακοντιστής
2. (κατ' άλλους) αγαθός («ἤϊε Φοῑβε», Ύμν. εις Απόλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. < επιφων. ή (πρβλ. ιήιος < επιφ. ιή). Η αναγωγή του στο ίημι από τους αρχαίους είναι μάλλον λαϊκή παρετυμολογική σύνδεση. Εξίσου απίθανη και η σύνδεση με το ηϊ- του ηϊ-κανός και με το ηώς, αν και η προκύπτουσα σημασία «πρωινέ» ταιριάζει με το προσδιοριζόμενο όνομα Φοίβε].