αμυγδάλα

From LSJ
Revision as of 10:26, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96

Greek Monolingual

και μυγδάλα, η
1. ο καρπός της αμυγδαλιάς
2. το δέντρο αμυγδαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμυγδάλη. Για τον μεταπλασμό της καταλήξεως πρβλ. ἀθερίνη: αθερίνα].