αιμοσφαιρίνη

From LSJ
Revision as of 10:40, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source

Greek Monolingual

η Ιατρ.
πρωτεΐνη του αίματος που μεταφέρει οξυγόνο στους ιστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν, όρου, πρβλ., αγγλ. hemoglobin, συγκεκομμένος τ. της λ. hematoglobulin < hematin, πρβλ. αιματίνη + globulin < λατ. λ. globulus «σφαιρίδιο», πρβλ. σφαιρίνη].