αεσίφρων
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
ἀεσίφρων (-ονος), ον (Α)
(αντί του ορθότ. ἀασίφρων) φρενοβλαβής, μωρός, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεσί- (< ἀάω «βλάπτω») + -φρων (φρένες) «ο βλαμμένος στο μυαλό, φρενοβλαβής» (πρβλ. βλαψί-φρων, τερψίμ-βροτος, μεμψί-μοιρος κ. τ. ό, με ρηματικό α' συνθετικό). Ορθότερος (από ἀάω -ἄασα) ο τ. ἀασί-φρων].