ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
ἀμύνανδρος, ο (Α)αυτός που αποκρούει τους εχθρούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω + ἀνήρ, ἀνδρὸς (πρβλ. φίλανδρος, μίσανδρος, κύριο όνομα Τέρπανδρος κ.τ.ό.)].