αριστούχος
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
Greek Monolingual
-ο (θηλ. και -χα)
αυτός που πήρε τον βαθμό άριστα σε εξετάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -ούχος (β' συνθετικό επιθέτων που σημαίνουν τον κάτοχο) < έχω
πρβλ. αδειούχος, προνομιούχος, πτυχιούχος, συνταξιούχος κ.ά. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].