ασώματος

From LSJ
Revision as of 11:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσώματος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει σώμα ή σωματική υπόσταση
2. αυτός που υπάρχει ως πνεύμα
μσν.- νεοελλ.
(ως ουσ., συνήθως στον πληθ.) οι άγγελοι και οι Αρχάγγελοι
νεοελλ.
ο ναός των Αρχαγγέλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σώματος < σώμα (πρβλ. ηδυσώματος, τρισώματος κ.ά.)].