αμφιγονία
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
Greek Monolingual
η (Βιολ.)
ένας από τους δύο τρόπους αναπαραγωγής τών οργανισμών κατά τον οποίο, σε αντίθεση προς τη μονογονία, απαιτείται η παρουσία δύο ειδικών ατόμων ή κυττάρων αυτά συνήθως παρουσιάζουν μεταξύ τους μορφολογικές διαφορές και λέγονται γαμέτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αμφι- + -γονία < γόνος, πρβλ. αγγλ. amphigony].