ἀγροφύλαξ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,
A guardian of the country, APl.4.243 (Antist.), PRein.48 (ii A.D.), PLond.403.11 (iv A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγροφύλαξ: [ῠ], ὁ, ὁ φυλάττων τοὺς ἀγρούς, Ἀνθ. Πλαν. 243.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
gardien des champs.
Étymologie: ἀγρός, φύλαξ.
Spanish (DGE)
-ᾰκος, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
guardián de los camposde una estatua de Príapo AP 16.243 (Antist.)
•en Egipto n. de un oficial de policía PRein.48.4 (II d.C.), PIFAO 3.36.5 (III d.C.), οἱ τέσσαρες ἀγροφύλακες ὁρίων κώμης Τερτεμβύθεως CPR 17A.16.15 (IV d.C.), ἀγροφυλάκων τῆς κώμης ... τὴν τῶν προβάτων ... ἀπελασίαν ἀναζητούντων PAbinn.49.11 (IV d.C.), τοῖς ἀγροφύλαξ (ι) τοῦ μεγάλου εἰρηναρχείου POxy.141.4 (VI d.C.), cf. PFlor.359.5 (VI d.C.), PSI 954.55 (VI d.C.), POxy.3869.5 (VI/VII d.C.).
Greek Monotonic
ἀγροφύλαξ: [ῠ], ὁ, φύλακας των αγρών, σε Ανθ.