ἄγχουρος
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
(A), ον, (ἄγχι, οὖρος Ion. for ὅρος)
A neighbouring, AP9.235 (Crin.); bordering on, τινί Orph.A.124; τινός Lyc.418.
ἄγχουρος (B), ὁ,
A gold, from the name of the son of Midas, AP15.25.7 codd. (Besant.), cf. Plu.2.306f.
German (Pape)
[Seite 27] nah gränzend, Crin. 19 (I X, 235); τινός Lyc. 418.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγχουρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἄγχορος, ὁ γειτνιάζων, (Ἡσύχ.), Ἀνθ. Π. 9. 235, ὁ συνορεύων, τινί, Ὀρφ. Ἀργ. 122· τινός, Λυκοφρ. 418.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
limitrophe de, gén. ou dat..
Étymologie: ἄγχι, ὅρος.
Greek Monotonic
ἄγχουρος: -ον, Ιων. αντί ἄγχ-ορος, γειτονικός, σε Ανθ.