ἀθλητήρ
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A = ἀθλητής, Od.8.164, IG3.1171.3, POxy. 1015.8 (poet.).
German (Pape)
[Seite 47] ῆρος, ὁ, Kämpfer, Hom. einmal, in Bezug auf Kampfspiele, Od. 8, 164.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθλητήρ: ῆρος, ὁ ἀρχαιότερος τύπος τοῦ ἀθλητής, Ὀδ. Θ. 164, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 969.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
combattant, lutteur.
Étymologie: ἀθλέω.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Alolema(s): jón., ép. ἀεθλ-
campeón, atleta, Od.8.164, Theoc.22.24, IG 22.2193.3 (II/III d.C.), GDRK 16.8, Nonn.D.10.374, 19.64, 37.546, 674, AP 2.234 (Christod.)
•de gladiadores Ἄρεως ἀ. ITomis 188.17 (II d.C.).
Greek Monotonic
ἀθλητήρ: -ῆρος, ὁ, αρχαιότερος τύπος του ἀθλητής, σε Ομήρ. Οδ.