ἀκτερέϊστος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A unhallowed by funeral rites, AP7.564.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτερέϊστος: -ον, ὁ μὴ λαχὼν κτερισμάτων, ὁ μὴ ταφεὶς μεγαλοπρεπῶς, ἢ ἁπλῶς ὁ ἄθαπτος, Ἀνθ. Π. 7. 564.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no ha tenido honras fúnebres Λαοδίκη AP 7.564, νεβρός (ref. a Acteón), Nonn.D.5.430.
2 insepulto (δέμας) εἰ ἀ. ἕλωρ θήρεσσι γένοιτο Gr.Naz.M.37.1348.
Greek Monolingual
ἀκτερέιστος, -ον (Α) κτερεΐζω
ο ακτέριστος.
Greek Monotonic
ἀκτερέϊστος: -ον, = το επόμ., σε Ανθ.