Ἀμφιάραος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ου (also
A Ἀμφιάρης Pi.N.9.24, -ηος O.6.13), Att. Ἀμφιάρεως (choriamb. in S.OC1313), ω, Amphiaraus, Argive hero and seer, A., etc.; prob. also called Ἄμφις A.Fr.410:—hence Ἀμφιαράϊον, τό, sanctuary of A., esp. at Oropus, and Ἀμφιαράϊα, τά, festival of A. held there, IG7.48, al., cf. Did. ap. Sch.Pi.O.7.153, Str. 9.1.22, etc. Ἀμφιάρειον, τό, cj. in Pi.I.7(6).33; cf. Ἀμφιεραϊστής.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀμφιάραος: -ου, Ἀττ. Ἀμφιάρεως, ω, (χορίαμβος (-υυ-) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1313). ὁ Θηβαῖος ἥρως καὶ οἰωνόμαντις, Αἰσχύλ. κτλ.: πιθανῶς αὐτὸς εἶναι ὁ καλούμενος Ἄμφις ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 361.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Amphiaraos :
1 devin et roi d’Argos;
2 dieu guérisseur honoré à Oropos, plus tard assimilé à Asclépios.
Étymologie: cf. Ἀμφιασταί.
Greek Monotonic
Ἀμφιάρᾱος: -ου, Αττ. Ἀμφιάρεως, -ω (χορίαμβος στους Τραγ.), ο Αμφιάραος, ο Αργείος μάντης, σε Αισχύλ. κ.λπ.