γαστρίδιον
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
τό, Dim. of γαστήρ, γαστρίον, Ar.Nu.392.
German (Pape)
[Seite 475] τό, dim. von γαστήρ, Ar. Nubb. 391.
Greek (Liddell-Scott)
γαστρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ γαστήρ, γαστρίον, Ἀριστοφ. Νεφ. 392.
Spanish (DGE)
-ου, τό
vientrecito, tripita sent. despect., Ar.Nu.392.
Greek Monotonic
γαστρίδιον: τό, υποκορ. του γαστήρ, σε Αριστοφ.