βουκέφαλος

From LSJ
Revision as of 18:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουκέφᾰλος Medium diacritics: βουκέφαλος Low diacritics: βουκέφαλος Capitals: ΒΟΥΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: bouképhalos Transliteration B: boukephalos Transliteration C: voukefalos Beta Code: bouke/falos

English (LSJ)

ον,

   A bull-headed, epith. of Thessalian horses, τὸν βουκέφαλον καὶ κοππατίαν Ar.Fr.42, cf. 41.    2 = τρίβολος, Ps.-Dsc. 4.15.    3 βουκέφαλον, τό, = foreg., IG2.736B11, Chron.Lind.C.114.

German (Pape)

[Seite 456] ochsenköpfig, Ar. frg. im E. M. 207, 53, eine Art thessal. Pferde; bes. das Leibpferd Alexanders, in macedon. Form βουκεφάλας, Ar. An. 5, 14, 8; Plut. Alex. 61.

Greek (Liddell-Scott)

βουκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων βοὸς κεφαλήν· ἐπιθ. θεσσαλικῶν τινων ἵππων, τὸν βουκέφαλον καὶ κοππατίαν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 135·- Βουκεφάλας, γεν. -ᾱ, ὁ ἵππος τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου, Στράβ. 698, Πλούτ. Ἀλεξ. 61.

Greek Monolingual

ο (Α βουκέφαλος)
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, ο κεφάλας
αρχ.
1. επίθ. άλογο της Θεσσαλίας με μεγάλο κεφάλι
2. ως ουσ. το βουκέφαλον.

Greek Monotonic

βουκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει κεφάλι βοδιού· επίθ. των Θεσσαλικών αλόγων, σε Αριστοφ.· Βουκεφάλας, γεν. , το άλογο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε Πλούτ.