βελεηφόρος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ον,
A bearing darts, AP14.111.
German (Pape)
[Seite 441] Geschosse führend, Anth. XIV, 111.
Greek (Liddell-Scott)
βελεηφόρος: -ον, ὁ φέρων βέλη, Ἀνθ. Π. 14. 111.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte un trait ou des traits.
Étymologie: βέλος, φέρω.
Spanish (DGE)
-ον portador de dardosde Eros AP 11.111.
Greek Monotonic
βελεηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει βέλη, σε Ανθ.