λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
ἕπευ: Ἰων. παρατ. τοῦ ἕπομαι, ἀλλ’ ἕπευ Ὁμ. Ἰλ. Κ. 146, κ. ἀλλ.
2ᵉ sg. impér. prés. épq. de ἕπομαι.
see ἕπω.
ἕπευ: Ιων. αντί ἕπου, προστ. του ἕπομαι.