ἑλκτέον
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
A one must drag, Pl.R.365c.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἕλκω, δεῖ ἕλκειν, Πλάτ. Πολ. 365C.
Spanish (DGE)
1 hay que llevar, hay que tirar de fig. τὴν τοῦ ... Ἀρχιλόχου ἀλώπεκα ἑ. ἐξόπισθεν e.d. hay que llevar tras uno a la zorra de Arquíloco Pl.R.365c.
2 hay que aplicar οὐ μὴν ἀλλὰ κἀπὶ τὸ ἀγγεῖον ἑ. τὴν κλῆσιν Poll.10.87.
Greek Monotonic
ἑλκτέον: ρημ. επίθ. του ἕλκω, αυτό που πρέπει να τραβηχθεί, σε Πλάτ.