προαφηγέομαι

From LSJ
Revision as of 18:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαφηγέομαι Medium diacritics: προαφηγέομαι Low diacritics: προαφηγέομαι Capitals: ΠΡΟΑΦΗΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: proaphēgéomai Transliteration B: proaphēgeomai Transliteration C: proafigeomai Beta Code: proafhge/omai

English (LSJ)

Ion. προαπηγ-,

   A relate before, τὴν συμφορήν Hdt.3.138, cf. PMasp.89.24 (vi.A.D.).

German (Pape)

[Seite 709] ion. προαπηγ., dep. med., vorher erzählen, Her. 3, 138 u. Sp., wie Synes.

Greek (Liddell-Scott)

προαφηγέομαι: Ἰων. προαπηγ-, ἀποθετ., διηγοῦμαι πρότερον, τὴν συμφορὴν Ἡρόδ. 3. 138. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. Α΄, σ. 258, 263.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
exposer auparavant.
Étymologie: πρό, ἀφηγέομαι.

Greek Monotonic

προαφηγέομαι: Ιων. προ-απηγ-, μέλ. -ήσομαι, αποθ., αφηγούμαι από πριν, σε Ηρόδ.