κατισχάνω

From LSJ
Revision as of 19:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατισχάνω Medium diacritics: κατισχάνω Low diacritics: κατισχάνω Capitals: ΚΑΤΙΣΧΑΝΩ
Transliteration A: katischánō Transliteration B: katischanō Transliteration C: katischano Beta Code: katisxa/nw

English (LSJ)

Ep. form of

   A κατίσχω, κατὰ σὸν νόον ἴσχᾰνε Od.19.42.

German (Pape)

[Seite 1402] = κατέχω, nur in tmesi, κατὰ σὸν νόον ἴσχανε Od. 19, 42.

Greek (Liddell-Scott)

κατισχάνω: Ἐπικ. τύπος τοῦ κατίσχω = κατέχω, κατὰ σὸν νόον ἴσχᾰνε Ὀδ. Τ. 42.

Greek Monolingual

κατισχάνω (Α)
συγκρατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἰσχάνω «συγκρατώ, κατέχω»].

Greek Monotonic

κατισχάνω: Επικ. αντί κατίσχω, σε Ομήρ. Οδ.