σάν

From LSJ
Revision as of 19:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435

Greek (Liddell-Scott)

σάν: ἴδε ὑπὸ τὸ στοιχεῖον Σσ Β. [ᾰ, ἴδε παρ’ Ἀθην. 454F].

French (Bailly abrégé)

(τό) :
nom dorien du sigma.
Étymologie: cf. hébr. shin ; sa forme M dérive du șade.

English (Slater)

σάν Doric name for the letter sigma. πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων (a ref. either to ἄσιγμοι ᾠδαί, Athen. 455c, or to mispronounciation of sigma, Wil.) Δ. 2. 3.

Greek Monolingual

(III)
τὸ, Α
δωρική ονομασία του γράμματος σίγμα («τὸ Δωριέες μὲν σὰν καλέουσι, Ἴωνες δὲ σίγμα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβραϊκό šīn].

Greek Monotonic

σάν: βλ. Σ, σ I.