καταβλέπω

From LSJ
Revision as of 19:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβλέπω Medium diacritics: καταβλέπω Low diacritics: καταβλέπω Capitals: ΚΑΤΑΒΛΕΠΩ
Transliteration A: katablépō Transliteration B: katablepō Transliteration C: katavlepo Beta Code: katable/pw

English (LSJ)

   A look down at, LXXGe.18.16; ἄνωθεν εἰς . . Plu.Arat. 32; view, Id.2.680d.    b metaph., despise, BGU15ii5 (ii A. D.).    2 examine, contemplate, Call.Del.303; τὸ σεαυτοῦ κακόν Plu.2.469b.

German (Pape)

[Seite 1340] von oben herabsehen, ansehen, κατέβλεψεν εἰς τοὺς μαχομένους ἄνωθεν, er sah von oben her auf die Kämpfenden hinab, Plut. Arat. 32, öfter τινά.

Greek (Liddell-Scott)

καταβλέπω: μέλλ. -βλέψω, βλέπω πρὸς τὰ κάτω πρός τινα, κατέβλαψεν εἰς τοὺς μαχομένους ἄνωθεν Πλουτ. Ἄρατ. 32· θεωρῶ, βλέπω, ὁ αὐτ. 2. 680D. 2) βλέπω μετὰ προσοχῆς τι, ἐξετάζω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 303, Πλούτ. 2. 469Β, κλ.

French (Bailly abrégé)

ao. κατέβλεψα;
regarder d’en haut ; fixer ses yeux sur, examiner.
Étymologie: κατά, βλέπω.

Greek Monolingual

καταβλέπω (Α)
1. βλέπω, προς τα κάτω, ρίχνω το βλέμμα μου προς κάποιον που βρίσκεται κάτω
2. κοιτάζω
3. επιγρ. μτφ. περιφρονώ, απαξιώ
4. βλέπω κάτι με προσοχή, εξετάζω.

Greek Monotonic

καταβλέπω: μέλ. -ψω, κοιτώ προς τα κάτω, στρέφω το βλέμμα μου προς το μέρος κάποιου, σε Πλούτ.