κεκρύφαται
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
[ῠ],
A v. κρύπτω. κέκτικε· τέτοκεν, Hsch. κεκύθωσι [ῠ], v. κεύθω. κεκύκη· καμπύλη, Id. κέκυλτα· δῶρα τὰ τῇ χειρὶ ἑλκόμενα, Id.
Greek (Liddell-Scott)
κεκρύφαται: ῠ, ἴδε ἐν λ. κρύπτω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. ion. pf. Pass. de κρύπτω.
Greek Monotonic
κεκρύφαται: [ῠ], Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του κρύπτω.