κυνηγέσιον

Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

τό,

   A hunting-establishment, pack of hounds, Hdt.1.36, X.Cyn.10.4; also, pack of wolves hunting together, opp. λύκοι μονοπεῖραι, Arist.HA594a31.    II hunt, chase, ἐπὶ τὸ κ. ἐξιέναι, πρὸς τὸ κ. προσιέναι, X.Cyn.6.11; ἀπιέναι ἐκ τοῦ κ. ib.26, cf. 7.11: in pl., E.Hipp. 224 (anap.), Isoc.7.45, X.Cyn.3.11, 6.4, Plu.Alex.40: metaph., κ. τὸ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν Pl.Prt.309a; παρακαλεῖσθαί τινα ἐπὶ τὸ κ. Id.La. 194b.    2 = κυνήγιον 2, CIG2511 (Cos), 4157 (Sinope).    III that which is taken in hunting, game, X.Cyn.6.12.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγέσιον: τό, συνοδεία κυνηγετική, κυνηγοὶ μετὰ τῶν κυνῶν αὐτῶν, πλῆθος κυνῶν, Ἡρόδ. 1. 36, Ξεν. Κυν. 10, 4· ὡσαύτως, ὁμὰς λύκων ὁμοῦ θηρευόντων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό, λύκοι μονοπεῖραι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 2. ΙΙ. κυνήγιον, θήρα, καταδίωξις, ἐπὶ τὸ κ. ἐξιέναι, πρὸς τὸ κ. προσιέναι Ξεν. Κυν. 6, 11· ἀπιέναι ἐκ τοῦ κ. αὐτόθι 6, 26, πρβλ. 4 καὶ 7, 11· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἱππ. 224, Ἰσοκρ. 148Ε., Ξεν. Κυν. 3, 11· ― μεταφ., κ. τὸ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχ.· παρακαλεῖσθαί τινα ἐπὶ τὸ κ. ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 194Β. 2) = κυνήγιον 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 2511, 4157. ΙΙΙ. τὸ θηρευόμενον θήραμα, «κυνῆγι», Ξεν. Κυν. 6, 12.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 chasse;
2 troupe de chasseurs et de chiens, équipage de chasse;
3 lieu pour chasser, parc;
4 butin de chasse.
Étymologie: κυνηγετέω.

Greek Monotonic

κῠνηγέσιον: τό,
I. κυνηγετική συνοδεία, κυνηγοί και λαγωνικά, πλήθος σκυλιών, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. κυνήγι, καταδίωξη, θήρα, σε Ξεν.· ομοίως στον πληθ., σε Ευρ.
III. αυτό που πιάνεται στο κυνήγι, θήραμα, σε Ξεν.