θοινάζω
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
rare form for θοινάω, X.Ages.8.7, Ael.Fr.267.
German (Pape)
[Seite 1213] = θοινάω, Xen. Ages. 8, 7 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θοινάζω: σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ θοινάω, Ξεν. Ἀγησ. 8, 7, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ, ἐν λέξει Μάρκος Ἀπίκιος.
French (Bailly abrégé)
c. θοινάω.
Greek Monolingual
θοινάζω (Α) θοίνη
σπάν. τ. του θοινώ.
Greek Monotonic
θοινάζω: = θοινάω, σε Ξεν.