ἁ
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἡ, fém. de ὁ.
Greek Monotonic
ἁ:I. Δωρ. αντί άρθρου ἡ. II. ἅ, Δωρ. αντί της αναφορ. αντων. ἥ. III. ᾇ, Δωρ. αντί ᾗ, θηλ. δοτ. του ὅς.
Russian (Dvoretsky)
ἁ: (ᾱ) дор. = ἡ.