δωροφόρος

From LSJ
Revision as of 20:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωροφόρος Medium diacritics: δωροφόρος Low diacritics: δωροφόρος Capitals: ΔΩΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dōrophóros Transliteration B: dōrophoros Transliteration C: doroforos Beta Code: dwrofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bringing presents, Pi.P.5.86, f.l. in Epigr. ap. Ath.5.209e (Archimelos); tributary, Euph.78.

German (Pape)

[Seite 696] Geschenke darbringend, Pind. P. 5, 86; zinsbar, Euphor. bei Ath. VI, 263 d; καρπῶν Archimel. 1 (App. 15).

Greek (Liddell-Scott)

δωροφόρος: -ον, φέρων δῶρα, Πίνδ. Π. 5. 116· ὑποτελεῖς φόρου, ὡς οἱ Μαριανδυνοὶ ἐκαλοῦντο ἐν σχέσει πρὸς τοὺς Ἡρακλεώτας, Εὐφορ. Ἀποσπ. 73· δ. καρπῶν Ἀνθ. ΙΙ. παραρτ. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apporte des présents ; particul. tributaire.
Étymologie: δῶρον, φέρω.

English (Slater)

δωροφόρος
   1 bearing gifts ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι (P. 5.86)

Spanish (DGE)

-ον
1 que lleva regalos ἄνδρες Pi.P.5.86, χεῖρες epigr. en SHell.982.9, cf. Nonn.D.5.214, 574, φυλαί ZPE 7.1971.211 (Dídima III/II a.C.).
2 de pueblos portador de tributo, tributario Αἰθίοπες Callix.2 (p.173), esp. ref. los mariandinos como grupo o clase social δωροφόροι καλεοίαθ' ὑποφρίσσοντες ἄνακτας Euph.58, cf. Callistr.Arist.4, Poll.3.83, Hsch., euf. por δοῦλος Eust.1090.55.

Greek Monolingual

δωροφόρος, -ον (AM)
1. αυτός που προσφέρει δώρα
2. ο φόρου υποτελής.

Greek Monotonic

δωροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρνει τα δώρα, σε Πίνδ., Ανθ.