λέξο
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
Ep. aor. imper. Med. of λέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
λέξο: ὡς τὸ λέξεο, Ἐπικ. προστ. μέσ. ἀόρ. συγκεκομ. τοῦ λέγω Α.
French (Bailly abrégé)
ou λέξεο;
2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. épq. de λέγω¹, coucher.
English (Autenrieth)
see λέγω.
Greek Monotonic
λέξο: Επικ. προστ. Παθ. αορ. αʹ του λέγω Α.