συνεπικρύπτω

From LSJ
Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπικρύπτω Medium diacritics: συνεπικρύπτω Low diacritics: συνεπικρύπτω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΚΡΥΠΤΩ
Transliteration A: synepikrýptō Transliteration B: synepikryptō Transliteration C: synepikrypto Beta Code: sunepikru/ptw

English (LSJ)

   A help to conceal, Id.Alc.28, Tim.10:—Med., Iamb.VP34.245.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπικρύπτω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπικρύπτω, ὁμοῦ ἀποκρύπτω, Πλούτ. Ἀλκιβ. 28, Τιμολ. 10, Νικίου καὶ Κράσσ. Σύγκρ. 1.

French (Bailly abrégé)

cacher ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπικρύπτω.

Greek Monolingual

Α ἐπικρύπτω
επικαλύπτω συγχρόνως ή μαζί.

Greek Monolingual

Α ἐπικρύπτω
επικαλύπτω συγχρόνως ή μαζί.

Greek Monotonic

συνεπικρύπτω: μέλ. -ψω, συμβάλλω στην απόκρυψη, κρύβω, συγκαλύπτω από κοινού, σε Πλούτ.