συνεκτέον

From LSJ
Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκτέον Medium diacritics: συνεκτέον Low diacritics: συνεκτέον Capitals: ΣΥΝΕΚΤΕΟΝ
Transliteration A: synektéon Transliteration B: synekteon Transliteration C: synekteon Beta Code: sunekte/on

English (LSJ)

(συνέχω)

   A one must keep together, τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας X.Cyr.7.5.70.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συνέχω, δεῖ συνέχειν, συγκρατεῖν, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70.

Greek Monotonic

συνεκτέον: ρημ. επίθ. του συνέχω, αυτό που πρέπει κάποιος να συγκρατεί, να τηρεί σε συνοχή, σε Ξεν.