μετασπόμενος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
English (LSJ)
μετασπών,
A v. μεθέπω.
German (Pape)
[Seite 154] partic. aor. II. med. zu μεθέπω, Il. 13, 567, wie μετασπών, act. dazu, 17, 190.
Greek (Liddell-Scott)
μετασπόμενος: μετασπών, ἴδε ἐν λ. μεθέπω.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 Moy. de μεθέπω.
English (Autenrieth)
see μεθέπω.
Greek Monotonic
μετασπόμενος: μετασπών, Μέσ. αόρ. βʹ και Ενεργ. μτχ. αόρ. βʹ του μεθέπω.