σάμερον

From LSJ
Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάμερον Medium diacritics: σάμερον Low diacritics: σάμερον Capitals: ΣΑΜΕΡΟΝ
Transliteration A: sámeron Transliteration B: sameron Transliteration C: sameron Beta Code: sa/meron

English (LSJ)

   A v. σήμερον. Σάμη, v. Σάμος. σαμία, v. ζημία. σαμίθη· ῥόφημά τι, ὡς Γλαυκίας ὁ ἰατρός, Hsch. σαμινά, Lacon. for θαμινά, Id. σάμμα· ὄργανον μουσικὸν παρὰ Ἰνδοῖς, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σάμερον: Δωρ. ἀντὶ σήμερον, Πίνδ.

English (Slater)

ςᾱμερον
   1 today πρὸς Πιτάναν δὲ παρ' Ἐὐρώτα πόρον δεῖ σάμερο̄ν ἐλθεῖν ἐν ὥρᾳ (σάμερόν μ add. Boeckh) (O. 6.28) σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν (P. 4.1) ἐκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων (P. 12.29)

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) βλ. σήμερον.

Greek Monotonic

σάμερον: Δωρ. αντί σήμερον.