κρανοποιός

From LSJ
Revision as of 20:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνοποιός Medium diacritics: κρανοποιός Low diacritics: κρανοποιός Capitals: ΚΡΑΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kranopoiós Transliteration B: kranopoios Transliteration C: kranopoios Beta Code: kranopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A helmetmaker, Ar.Pax 1255, SIG1177 ( = Tab.Defix.69), Poll.1.149, 7.155.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de casques.
Étymologie: κράνος, ποιέω.

Greek Monolingual

ο (Α κρανοποιός)
αυτός που κατασκευάζει κράνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + -ποιός (< ποιῶ)].

Greek Monotonic

κρανοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής περικεφαλαίων, σε Αριστοφ.