ἀντίπαις

From LSJ
Revision as of 20:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίπαις Medium diacritics: ἀντίπαις Low diacritics: αντίπαις Capitals: ΑΝΤΙΠΑΙΣ
Transliteration A: antípais Transliteration B: antipais Transliteration C: antipais Beta Code: a)nti/pais

English (LSJ)

αιδος, ὁ, ἡ,

   A like a child, γραῦς A.Eu.38; little more than a child, θυγατρὸς ἀντίπαιδος E.Andr.326; ἡλικία Luc.Am.2.    II instead of a boy, i.e. no longer e boy, S.Fr.564(s.v.l.).    2 Subst., a mere boy, Plb.15.33.12, 27.15.4, D.H.4.3, Plu.Aem.22, Luc.Somn. 16, Ant.Lib.13.5.

German (Pape)

[Seite 256] παιδος, 1) einem Knaben, Kinde ähnlich, γραῦς Aesch. Eum. 38. – 2) erwachsener Knabe, erwachsenes Mädchen, Eur. Andr. 326; τὴν ἡλικίαν ἀντίπαις Pol. 15, 33. 27, 13. – Nach Poll. 2, 9 bes. in der neueren Kom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίπαις: ὁ, ἡ, ἰσόπαις, ὅμοιος παιδί, «σὰν παιδί», ἀντίπαις μὲν οὖν ἡ [[[γραῦς]]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 38· θυγατρὸς ἀντίπαιδος Εὐρ. Ἀνδρ. 326. ΙΙ. ὁ ἐκβεβηκὼς τοῦ παιδὸς τὴν ἡλικίαν, ὁ μὴ ὢν πλέον παῖς, Σοφ. Ἀποσπ. 148· οὕτω παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς παρὰ Πολυβ. 15. 33, 12., 27. 13, 4. ― Πρβλ. ἀντίθεος.

French (Bailly abrégé)

παιδος (ὁ, ἡ)
1 semblable à un enfant;
2 encore presque enfant.
Étymologie: ἀντί, παῖς.

Spanish (DGE)

-δος
1 que es como un niño δείσασα γὰρ γραῦς οὐδέν, ἀντίπαις μὲν οὖν pues una vieja asustada no es nada, es como un niño A.Eu.38.
2 el que ha dejado de ser un niño, adolescente, y según el cont. casi un niño ref. a la edad entre el παῖς y el ἔφηβος: θυγάτηρ E.Andr.326, ἡλικία Luc.Am.2
como pred. nominal muchacho, adolescente S.Fr.564, ἀντίπαιδα τὴν ἡλικίαν ὄντα Plb.15.33.12, cf. Plb.27.15.4, Plu.Aem.22, Ael.NA 6.42, ἀντίπαις ἔτι ὤν Luc.Somn.16, cf. D.H.4.3, Ant.Lib.13.5, Plu.2.261e.

Greek Monolingual

ἀντίπαις, ο, η (Α)
1. όμοιος με παιδί, σαν παιδί
2. αυτός που μόλις έχει περάσει την παιδική ηλικία
3. εκείνος που δεν είναι πια παιδί
4. ως ουσ. το παιδί.

Greek Monotonic

ἀντίπαις: -αιδος, ὁ, ἡ, όμοιος με αγόρι ή παιδί, σε Αισχύλ., Ευρ.