προὔκειτο

From LSJ
Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek (Liddell-Scott)

προὔκειτο: προὐκινδύνευε (ὀρθότερ. ἄνευ κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέκ-.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. de πρόκειμαι.

Greek Monotonic

προὔκειτο: προὐκινδύνευσε, αμτβ. του προέκειτο, προ-εκινδύνευσε.