διασταθμάομαι

Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A separate, αἰνῶ δ' ὃς βίοτον ἐκ πεφυρμένου θεῶν διεσταθμήσατο E.Supp.202:—Act. -σταθμῆσαι· διελεῖν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 603] zumessen, anordnen; βίοτον ἐκ πεφυρμένου καὶ θηριώδους Eur. Suppl. 213.

Greek (Liddell-Scott)

διασταθμάομαι: ἀποθ., διακανονίζω, ῥυθμίζω, αἰνῶ δ’ ὃς βίστον… θεῶν διεσταθμήσατο Εὐρ. Ἱκέτ. 201΅

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
disposer, régler.
Étymologie: διά, σταθμάω.

Spanish (DGE)

1 tr. disponer ordenadamente, organizar ὃς ἡμῖν βίοτον ... θεῶν διεσταθμήσατο el (dios) que puso orden en nuestras vidas E.Supp.202
en v. act. διασταθμῆσαι· διελεῖν Hsch.
2 intr. medir, sopesar, calcular conforme a medidas λεπτότητι καὶ παχύτητι διασταθμωμένη τεκμαίρεται (ἡ ἰητρική) ὧν τε σημεῖα ταῦτα por la fluidez o el espesor (de las secreciones), (la medicina) toma sus medidas y conjetura de qué son síntomas tales indicios Hp.de Arte 12.

Greek Monotonic

διασταθμάομαι: αποθ., κανονίζω, ρυθμίζω, καθορίζω σύμφωνα με τους κανόνες, ζυγίζω, σε Ευρ.